ιεραποστολικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ιεραποστολικά < ιεραποστολικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ιεραποστολικά
- ως ιεραπόστολος
- από ιεραποστολική άποψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεραποστολικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ιεραποστολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιεραποστολικό