ισάφιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισάφιν < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική إنصاف (insâf) (τουρκική insaf) με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  . Συγκρίνετε με το νισάφι της κοινής.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισάφιν ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.