ιχθυηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθυηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰχθυηρός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιχθυηρός, -ά, -ό
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη ἰχθυηρός
- ↪ βιομηχανία ιχθυηρών κρεάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθυηρός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)