κάθετα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάθετα < κάθετος
Επίρρημα
[επεξεργασία]κάθετα και καθέτως
- σε διεύθυνση κάθετη ως προς κάτι, συνήθως ως προς το οριζόντιο επίπεδο
- με κάθετο τρόπο, κατηγορηματικά
- είμαι κάθετα αντίθετος στο νέο νομοσχέδιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάθετα