καθολικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καθολικών
- γενική πληθυντικού του καθολικός
- γενική πληθυντικού του καθολική
- γενική πληθυντικού του καθολικό