καινά δαιμόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
καινά δαιμόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά) νέες θεότητες· (κατ’ επέκταση) νέες ιδέες (συνήθως με αρνητική χροιά: μη αποδεκτές, ανατρεπτικές αντιλήψεις)
- ※ ΞΕΝ Απομν 1.1.1. «Ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἓταιρα δὲ καινὰ δαιμόνια, τούς τε νέους διαφθείρων» → «αδικεί ο Σωκράτης, επειδή δεν πιστεύει εις τους θεούς, που πιστεύουν όλοι οι πολίται αλλά προσπαθεί να εισαγάγη άλλας νέας δευτερευούσας θεότητας (δαιμόνια)·» (Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.)