κακοπέρασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοπέρασις < κακοπέρα(ση) (δημοτική) + κατάληξη καθαρεύουσας -σις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοπέρασις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η κακοπέραση καθώς μεταφέρθηκε σε εξαρχαϊσμένη γλώσσα, όπως σε δίγλωσσα λεξικά του 19ου αιώνα
- ※ 1874 σελ.194 - Σκαρλάτος Βυζάντιος (1874, τρίτη έκδοση) Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν (1η έκδοση:1833)
- Κακοπέρασις. Κακουχία, κακοπάθεια, ταλαιπωρία. fatigue, θ.θηλυκόν mauvais traitement.