καλλιλογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλιλογώ < ελληνιστική κοινή καλλιλογέω / καλλιλογῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
καλλιλογώ
- (λόγιο) εκφράζω κάτι με καλλιλογία, με καλλιέπεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλιλογώ
|