καλοκοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοκοιτάζω < καλά + κοιτάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλοκοιτάζω

  • κοιτάζω κάποιον ή κάτι με διάθεση θετικής προσέγγισης

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]