καπέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καπέλα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καπέλο
Δείτε επίσης : κάπελα, καπελά |
καπέλα ουδέτερο