καρτζά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτζά < → δείτε τη λέξη καρτέσιον → λείπει η ετυμολογία
- Διαφορετικού ετύμου το κάρτζα → δείτε τη λέξη κάλτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κάρτον και κάρτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 224 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
Πηγές[επεξεργασία]
- ΚΑΡΤΖΆ, § 595, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]