κατάσχομαι
(Ανακατεύθυνση από κατάσχωμαι)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάσχομαι: παθητική φωνή του ρήματος κατάσχω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατάσχομαι, στ.μέλλ.: θα κατασχεθώ, αόρ.: κατασχέθηκα, μτχ.π.π.: κατασχεμένος
- με κατάσχουν
- μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών κατασχέθηκε από την αστυνομία