κατά διαλείμματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κατά διαλείμματα → δείτε τις λέξεις κατά, διαλείμματα και διάλειμμα
- με διαλείμματα, με διακοπές
- → και δείτε τη λέξη διακοπτόμενα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατά διαλείμματα