κατασφάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατασφάζομαι, π.αόρ.: κατασφάχτηκα, μτχ.π.π.: κατασφαγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος κατασφάζω
κατασφάζομαι, π.αόρ.: κατασφάχτηκα, μτχ.π.π.: κατασφαγμένος