κεντητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεντητής αρσενικό (θηλυκό κεντήστρα), κεντήτρα, κεντήτρια και κεντίστρα

  • (επάγγελμα) εργαζόμενος που κεντά
    ※  Αυτός είναι ο σχεδιαστής – κεντητής που κάνει μόδα τις παραδοσιακές φορεσιές (cognoscoteam.gr, 6/10/2021, [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κεντητής



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεντητής αρσενικό

  1. αυτός που κεντά
  2. (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ψηφιδωτά

Πηγές[επεξεργασία]