κεντιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /cendˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κεντιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κεντάω, κεντώ