κερνιέμαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ceɾˈɲe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐νιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κερνιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κερνάω, κερνώ
κερνιέμαι