κηραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

κηραίνω < ῥίζ. κῆρ και κατάληξη -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κηραίνω είμαι ανήσυχος, έχω φροντίδες