κιτρικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτρικό οξύ < κιτρικό + οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acide citrique)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κιτρικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) ασθενές οργανικό τρικαρβοξυλικό οξύ που βρίσκεται στα εσπεριδοειδή και άλλα φρούτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιτρικό οξύ