κολαντρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολαντρίζω < κουλαντρίζω < τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]κολαντρίζω
- (προφορικό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κουλαντρίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολαντρίζω | κολάντριζα | θα κολαντρίζω | να κολαντρίζω | κολαντρίζοντας | |
β' ενικ. | κολαντρίζεις | κολάντριζες | θα κολαντρίζεις | να κολαντρίζεις | κολάντριζε | |
γ' ενικ. | κολαντρίζει | κολάντριζε | θα κολαντρίζει | να κολαντρίζει | ||
α' πληθ. | κολαντρίζουμε | κολαντρίζαμε | θα κολαντρίζουμε | να κολαντρίζουμε | ||
β' πληθ. | κολαντρίζετε | κολαντρίζατε | θα κολαντρίζετε | να κολαντρίζετε | κολαντρίζετε | |
γ' πληθ. | κολαντρίζουν(ε) | κολάντριζαν κολαντρίζαν(ε) |
θα κολαντρίζουν(ε) | να κολαντρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κολάντρισα | θα κολαντρίσω | να κολαντρίσω | κολαντρίσει | ||
β' ενικ. | κολάντρισες | θα κολαντρίσεις | να κολαντρίσεις | κολάντρισε | ||
γ' ενικ. | κολάντρισε | θα κολαντρίσει | να κολαντρίσει | |||
α' πληθ. | κολαντρίσαμε | θα κολαντρίσουμε | να κολαντρίσουμε | |||
β' πληθ. | κολαντρίσατε | θα κολαντρίσετε | να κολαντρίσετε | κολαντρίστε | ||
γ' πληθ. | κολάντρισαν κολαντρίσαν(ε) |
θα κολαντρίσουν(ε) | να κολαντρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κολαντρίσει | είχα κολαντρίσει | θα έχω κολαντρίσει | να έχω κολαντρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κολαντρίσει | είχες κολαντρίσει | θα έχεις κολαντρίσει | να έχεις κολαντρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κολαντρίσει | είχε κολαντρίσει | θα έχει κολαντρίσει | να έχει κολαντρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κολαντρίσει | είχαμε κολαντρίσει | θα έχουμε κολαντρίσει | να έχουμε κολαντρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κολαντρίσει | είχατε κολαντρίσει | θα έχετε κολαντρίσει | να έχετε κολαντρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κολαντρίσει | είχαν κολαντρίσει | θα έχουν κολαντρίσει | να έχουν κολαντρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κολαντρίζω
|