κονσομέ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονσομέ < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονσομέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονσομέ
|
κονσομέ ουδέτερο άκλιτο
|