κονσομέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονσομέ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσομέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονσομέ
|
κονσομέ ουδέτερο άκλιτο
|