κορονοπάρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορονοπάρτι < corona (coronavirus) + party (έκφραση που χρησιμοποιήθηκε κατά το 2020 αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δηλώσει πάρτι που υποτίθεται πως είχαν σκοπό να κολλήσουν οι προσκεκλημένοι τον κορωνοϊό COVID-19, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορονοπάρτι ουδέτερο άκλιτο
- (κορονοϊός) πάρτι που λάμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των μέτρων κοινωνικής απόστασης για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού COVID-19, αντίθετα από τις εντολές των αρχών για αποφυγή / απαγόρευση συγκεντρώσεων
- ※ Συνελήφθη επιχειρηματίας που έκανε κορονοπάρτι. (mykosmos.gr, 06/05/2020 [1])
- ※ Σε 4 χρόνια φυλάκιση με αναστολή καταδικάστηκε ο 36χρονος διοργανωτής του «κορονοπάρτι» με τα 469 άτομα στη Φτελιά της Μυκόνου. (Μύκονος: 4 χρόνια φυλάκιση με αναστολή για τον διοργανωτή του πάρτι στη Φτελιά, dikastiko.gr, 25/08/2020, [2])
- ※ Κορονοπάρτι Ελλάδα: Προβληματισμός επικρατεί στις υγειονομικές Αρχές της χώρας αναφορικά με τα τελευταία περιστατικά συνωστισμού, όπου πλήθος πολιτών έστησαν υπαίθρια πάρτι με ποτά στα χέρι. (Κορονοπάρτι Ελλάδα: Σφραγίζουν καταστήματα, κόβουν πρόστιμα – Ανησυχία για έξαρση κρουσμάτων, ALPHA FREE PRESS, 06.05.2020 [3])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορονοπάρτι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κορονοϊός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)