Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοστολογήσεις

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κοστολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοστολογώ
  2. θα κοστολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοστολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κοστολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοστολόγηση