κοτσάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοτσάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοτσάρα θηλυκό
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) μικρή πλεχτή καλύβα η οποία χρησιμοποιείται για την αποθήκευση καλαμποκιού ή την πάχυνση γουρουνιών
Πηγές[επεξεργασία]
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.