κουρδίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρδίζομαι < παθητικός τύπος του κουρδίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουρδίζομαι και κουρντίζομαι

  1. (για άνθρωπο) εκνευρίζομαι, ερεθίζομαι αρνητικά, μου ανεβαίνει σιγά-σιγά το αίμα στο κεφάλι, ανεβάζω στροφές, με παρακινούν επίτηδες -ή παρακινούμαι από γεγονότα- να κάνω κάτι, να ενεργήσω και να αντιδράσω
  2. (για αντικείμενα) η συσπείρωση ελατηρίων για να δοθεί ενέργεια σε μουσικό όργανο, ρολόι, μουσικό κουτί ή άλλο μηχανισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]