κουφοβράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουφοβράζω < κουφο- + βράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουφοβράζω

  1. κρύβω μέσα μου έντονα συναισθήματα και ετοιμάζομαι να εκραγώ
  2. (για τον καιρό) επικρατούν καιρικές συνθήκες κουφόβρασης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]