κουφοβράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κουφοβράζω
- κρύβω μέσα μου έντονα συναισθήματα και ετοιμάζομαι να εκραγώ
- (για τον καιρό) επικρατούν καιρικές συνθήκες κουφόβρασης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουφόβραση
- → δείτε τις λέξεις κουφός και βράζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουφοβράζω | κουφόβραζα | θα κουφοβράζω | να κουφοβράζω | κουφοβράζοντας | |
β' ενικ. | κουφοβράζεις | κουφόβραζες | θα κουφοβράζεις | να κουφοβράζεις | κουφόβραζε | |
γ' ενικ. | κουφοβράζει | κουφόβραζε | θα κουφοβράζει | να κουφοβράζει | ||
α' πληθ. | κουφοβράζουμε | κουφοβράζαμε | θα κουφοβράζουμε | να κουφοβράζουμε | ||
β' πληθ. | κουφοβράζετε | κουφοβράζατε | θα κουφοβράζετε | να κουφοβράζετε | κουφοβράζετε | |
γ' πληθ. | κουφοβράζουν(ε) | κουφόβραζαν κουφοβράζαν(ε) |
θα κουφοβράζουν(ε) | να κουφοβράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουφόβρασα | θα κουφοβράσω | να κουφοβράσω | κουφοβράσει | ||
β' ενικ. | κουφόβρασες | θα κουφοβράσεις | να κουφοβράσεις | κουφόβρασε | ||
γ' ενικ. | κουφόβρασε | θα κουφοβράσει | να κουφοβράσει | |||
α' πληθ. | κουφοβράσαμε | θα κουφοβράσουμε | να κουφοβράσουμε | |||
β' πληθ. | κουφοβράσατε | θα κουφοβράσετε | να κουφοβράσετε | κουφοβράστε | ||
γ' πληθ. | κουφόβρασαν κουφοβράσαν(ε) |
θα κουφοβράσουν(ε) | να κουφοβράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουφοβράσει | είχα κουφοβράσει | θα έχω κουφοβράσει | να έχω κουφοβράσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουφοβράσει | είχες κουφοβράσει | θα έχεις κουφοβράσει | να έχεις κουφοβράσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουφοβράσει | είχε κουφοβράσει | θα έχει κουφοβράσει | να έχει κουφοβράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουφοβράσει | είχαμε κουφοβράσει | θα έχουμε κουφοβράσει | να έχουμε κουφοβράσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουφοβράσει | είχατε κουφοβράσει | θα έχετε κουφοβράσει | να έχετε κουφοβράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουφοβράσει | είχαν κουφοβράσει | θα έχουν κουφοβράσει | να έχουν κουφοβράσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουφοβράζω
|