κοψοτιμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοψοτιμή < (νεολογισμός) κοψοτιμής με κοψο- + τιμή, κατά το κοψοχρονιά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοψοτιμή
- (προφορικό, σπάνιο) άλλη μορφή του κοψοτιμής
- ※ οποία έχει αντικατασταθεί και δίνει δάνεια κοψοτιμή στη Θράκη pdf Ελληνικό Κοινοβούλιο, ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΘ’, Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013
- ※ έστελναν τα ευρώ τους στην Ελβετία και στη Γερμανία, για να πάρουν αργότερα κοψοτιμή τις περιουσίες των κορόιδων που επένδυαν στη μπανανία μας (energypress.gr, 9 Οκτωβρίου 2021 energypress.gr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοψοτιμή
|