κρίε νύχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
(έντεοι είνι) κρίε νύχι
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) (αυτοί είναι) όπως το κρέας με το νύχι, αχώριστοι, κολλητοί φίλοι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νύχι - σελ.313.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens