κρατικοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κρατικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
- θα κρατικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κρατικοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρατικοποίηση