κτυπιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτυπιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κτυπώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κτυπιέμαι
- άλλη μορφή του χτυπιέμαι
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτυπιέμαι | κτυπιόμουν(α) | θα κτυπιέμαι | να κτυπιέμαι | ||
β' ενικ. | κτυπιέσαι | κτυπιόσουν(α) | θα κτυπιέσαι | να κτυπιέσαι | ||
γ' ενικ. | κτυπιέται | κτυπιόταν(ε) | θα κτυπιέται | να κτυπιέται | ||
α' πληθ. | κτυπιόμαστε | κτυπιόμαστε κτυπιόμασταν |
θα κτυπιόμαστε | να κτυπιόμαστε | ||
β' πληθ. | κτυπιέστε | κτυπιόσαστε κτυπιόσασταν |
θα κτυπιέστε | να κτυπιέστε | κτυπιέστε | |
γ' πληθ. | κτυπιούνται | κτυπιόνταν(ε) κτυπιούνταν κτυπιόντουσαν |
θα κτυπιούνται | να κτυπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτυπήθηκα | θα κτυπηθώ | να κτυπηθώ | κτυπηθεί | ||
β' ενικ. | κτυπήθηκες | θα κτυπηθείς | να κτυπηθείς | κτυπήσου | ||
γ' ενικ. | κτυπήθηκε | θα κτυπηθεί | να κτυπηθεί | |||
α' πληθ. | κτυπηθήκαμε | θα κτυπηθούμε | να κτυπηθούμε | |||
β' πληθ. | κτυπηθήκατε | θα κτυπηθείτε | να κτυπηθείτε | κτυπηθείτε | ||
γ' πληθ. | κτυπήθηκαν κτυπηθήκαν(ε) |
θα κτυπηθούν(ε) | να κτυπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κτυπηθεί | είχα κτυπηθεί | θα έχω κτυπηθεί | να έχω κτυπηθεί | κτυπημένος | |
β' ενικ. | έχεις κτυπηθεί | είχες κτυπηθεί | θα έχεις κτυπηθεί | να έχεις κτυπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κτυπηθεί | είχε κτυπηθεί | θα έχει κτυπηθεί | να έχει κτυπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κτυπηθεί | είχαμε κτυπηθεί | θα έχουμε κτυπηθεί | να έχουμε κτυπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κτυπηθεί | είχατε κτυπηθεί | θα έχετε κτυπηθεί | να έχετε κτυπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κτυπηθεί | είχαν κτυπηθεί | θα έχουν κτυπηθεί | να έχουν κτυπηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κτυπιέμαι
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κτυπιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κτυπώ