κτυπιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κτυπιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος κτυπώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κτυπιέμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κτυπιέμαι