κυλινδρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κυλινδρίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κυλίνδρισμα
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυλινδρίζω | κυλίνδριζα | θα κυλινδρίζω | να κυλινδρίζω | κυλινδρίζοντας | |
β' ενικ. | κυλινδρίζεις | κυλίνδριζες | θα κυλινδρίζεις | να κυλινδρίζεις | κυλίνδριζε | |
γ' ενικ. | κυλινδρίζει | κυλίνδριζε | θα κυλινδρίζει | να κυλινδρίζει | ||
α' πληθ. | κυλινδρίζουμε | κυλινδρίζαμε | θα κυλινδρίζουμε | να κυλινδρίζουμε | ||
β' πληθ. | κυλινδρίζετε | κυλινδρίζατε | θα κυλινδρίζετε | να κυλινδρίζετε | κυλινδρίζετε | |
γ' πληθ. | κυλινδρίζουν(ε) | κυλίνδριζαν κυλινδρίζαν(ε) |
θα κυλινδρίζουν(ε) | να κυλινδρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυλίνδρισα | θα κυλινδρίσω | να κυλινδρίσω | κυλινδρίσει | ||
β' ενικ. | κυλίνδρισες | θα κυλινδρίσεις | να κυλινδρίσεις | κυλίνδρισε | ||
γ' ενικ. | κυλίνδρισε | θα κυλινδρίσει | να κυλινδρίσει | |||
α' πληθ. | κυλινδρίσαμε | θα κυλινδρίσουμε | να κυλινδρίσουμε | |||
β' πληθ. | κυλινδρίσατε | θα κυλινδρίσετε | να κυλινδρίσετε | κυλινδρίστε | ||
γ' πληθ. | κυλίνδρισαν κυλινδρίσαν(ε) |
θα κυλινδρίσουν(ε) | να κυλινδρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυλινδρίσει | είχα κυλινδρίσει | θα έχω κυλινδρίσει | να έχω κυλινδρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυλινδρίσει | είχες κυλινδρίσει | θα έχεις κυλινδρίσει | να έχεις κυλινδρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυλινδρίσει | είχε κυλινδρίσει | θα έχει κυλινδρίσει | να έχει κυλινδρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυλινδρίσει | είχαμε κυλινδρίσει | θα έχουμε κυλινδρίσει | να έχουμε κυλινδρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυλινδρίσει | είχατε κυλινδρίσει | θα έχετε κυλινδρίσει | να έχετε κυλινδρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυλινδρίσει | είχαν κυλινδρίσει | θα έχουν κυλινδρίσει | να έχουν κυλινδρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυλινδρίζω
|