κωλοτούμπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωλοτούμπας < κωλοτούμπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωλοτούμπας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κωλοτούμπας

  1. γενική ενικού του κωλοτούμπα