κώλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐λον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κώλον ουδέτερο
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) λογιότερη μορφή του κώλο
Πηγές
[επεξεργασία]- κώλον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κώλο(ν) 'αρχαιοπρ' Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)