λαγκουνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγκουνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
λαγκουνίζω
- (σπάνιο) γυαλίζω, αστράφτω, λάμπω
- ※ κι αδράχνει ένα λαφρύ σπαθί πούλαμπε σαν ημέρα , λάμπει κι αυτός ανάμεσα στη χλαίνη του όπως λάμπει το πεντακάθαρο νερό που λαγκουνίζει ο ήλιος (Νίκος Καράμπελας, Μοραΐτικη ποιητική ανθολογία 1708-1958, εκδ. Νέστωρ, 1958, σελ. 347)
- ※ Όσο πλησιάζομε ακούγεται πιο δυνατός ο κρότος των μυδραλίων και χειροβομβίδων κι οι φλόγες της πυρκαγιάς πώχουν ανάψει οι αντάρτες λαγκουνίζουν από μακριά και σου φαίνεται ότι άναψε ο ουρανός και η γη. (Αργύρης Π. Καγιάφας, Θυμήσου κι εμένα, κι εμένα… Ημερολόγιο Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 1941 και άλλες αναμνήσεις, Κυπαρισία, 2019)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαγκουνίζω | λαγκούνιζα | θα λαγκουνίζω | να λαγκουνίζω | λαγκουνίζοντας | |
β' ενικ. | λαγκουνίζεις | λαγκούνιζες | θα λαγκουνίζεις | να λαγκουνίζεις | λαγκούνιζε | |
γ' ενικ. | λαγκουνίζει | λαγκούνιζε | θα λαγκουνίζει | να λαγκουνίζει | ||
α' πληθ. | λαγκουνίζουμε | λαγκουνίζαμε | θα λαγκουνίζουμε | να λαγκουνίζουμε | ||
β' πληθ. | λαγκουνίζετε | λαγκουνίζατε | θα λαγκουνίζετε | να λαγκουνίζετε | λαγκουνίζετε | |
γ' πληθ. | λαγκουνίζουν(ε) | λαγκούνιζαν λαγκουνίζαν(ε) |
θα λαγκουνίζουν(ε) | να λαγκουνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαγκούνισα | θα λαγκουνίσω | να λαγκουνίσω | λαγκουνίσει | ||
β' ενικ. | λαγκούνισες | θα λαγκουνίσεις | να λαγκουνίσεις | λαγκούνισε | ||
γ' ενικ. | λαγκούνισε | θα λαγκουνίσει | να λαγκουνίσει | |||
α' πληθ. | λαγκουνίσαμε | θα λαγκουνίσουμε | να λαγκουνίσουμε | |||
β' πληθ. | λαγκουνίσατε | θα λαγκουνίσετε | να λαγκουνίσετε | λαγκουνίστε | ||
γ' πληθ. | λαγκούνισαν λαγκουνίσαν(ε) |
θα λαγκουνίσουν(ε) | να λαγκουνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαγκουνίσει | είχα λαγκουνίσει | θα έχω λαγκουνίσει | να έχω λαγκουνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαγκουνίσει | είχες λαγκουνίσει | θα έχεις λαγκουνίσει | να έχεις λαγκουνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαγκουνίσει | είχε λαγκουνίσει | θα έχει λαγκουνίσει | να έχει λαγκουνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαγκουνίσει | είχαμε λαγκουνίσει | θα έχουμε λαγκουνίσει | να έχουμε λαγκουνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαγκουνίσει | είχατε λαγκουνίσει | θα έχετε λαγκουνίσει | να έχετε λαγκουνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαγκουνίσει | είχαν λαγκουνίσει | θα έχουν λαγκουνίσει | να έχουν λαγκουνίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγκουνίζω
|