λασίβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λασίβος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lascivo

Επίθετο[επεξεργασία]

λασίβος, -α, -ον

Πηγές[επεξεργασία]