άσεμνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσεμνος | η | άσεμνη | το | άσεμνο |
γενική | του | άσεμνου | της | άσεμνης | του | άσεμνου |
αιτιατική | τον | άσεμνο | την | άσεμνη | το | άσεμνο |
κλητική | άσεμνε | άσεμνη | άσεμνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσεμνοι | οι | άσεμνες | τα | άσεμνα |
γενική | των | άσεμνων | των | άσεμνων | των | άσεμνων |
αιτιατική | τους | άσεμνους | τις | άσεμνες | τα | άσεμνα |
κλητική | άσεμνοι | άσεμνες | άσεμνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άσεμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσεμνος (αναξιοπρεπής) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indécent [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.se.mnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σε‐μνος
Επίθετο
[επεξεργασία]άσεμνος, -η, -ο
- όχι σεμνός, απρεπής, αισχρός, ιδιαίτερα σε σχέση με τα αφροδίσια
Παράγωγα
[επεξεργασία]- άσεμνα (επίρρημα)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άσεμνος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άσεμνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)