σεμνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεμνός | η | σεμνή | το | σεμνό |
γενική | του | σεμνού | της | σεμνής | του | σεμνού |
αιτιατική | τον | σεμνό | τη | σεμνή | το | σεμνό |
κλητική | σεμνέ | σεμνή | σεμνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεμνοί | οι | σεμνές | τα | σεμνά |
γενική | των | σεμνών | των | σεμνών | των | σεμνών |
αιτιατική | τους | σεμνούς | τις | σεμνές | τα | σεμνά |
κλητική | σεμνοί | σεμνές | σεμνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεμνός (μεγαλόπρεπος, σεβαστός)
Επίθετο[επεξεργασία]
σεμνός
- ο μετριόφρων ή που δείχνει μετριοφροσύνη
- ↪ σεμνός άνθρωπος, σεμνή συμπεριφορά
- που δεν προκαλεί, απλός
- (για ντύσιμο) που δεν προκαλεί σεξουαλικά, συντηρητικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σεμνός
[επεξεργασία]
- σεμνύνω
- ...
Πηγές[επεξεργασία]
- «σεμνός» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «σεμνός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «σεμνός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)