σοβαροφανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοβαροφανής η σοβαροφανής το σοβαροφανές
      γενική του σοβαροφανούς* της σοβαροφανούς του σοβαροφανούς
    αιτιατική τον σοβαροφανή τη σοβαροφανή το σοβαροφανές
     κλητική σοβαροφανή(ς) σοβαροφανής σοβαροφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοβαροφανείς οι σοβαροφανείς τα σοβαροφανή
      γενική των σοβαροφανών των σοβαροφανών των σοβαροφανών
    αιτιατική τους σοβαροφανείς τις σοβαροφανείς τα σοβαροφανή
     κλητική σοβαροφανείς σοβαροφανείς σοβαροφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοβαροφανής < σοβαρ(ός) + -ο- + -φανής

Επίθετο

[επεξεργασία]

σοβαροφανής

  • που φαίνεται ή θέλει να φαίνεται σαν σοβαρός ενώ δεν είναι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]