σοβαροφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σοβαροφανής | η | σοβαροφανής | το | σοβαροφανές |
γενική | του | σοβαροφανούς* | της | σοβαροφανούς | του | σοβαροφανούς |
αιτιατική | τον | σοβαροφανή | τη | σοβαροφανή | το | σοβαροφανές |
κλητική | σοβαροφανή(ς) | σοβαροφανής | σοβαροφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σοβαροφανείς | οι | σοβαροφανείς | τα | σοβαροφανή |
γενική | των | σοβαροφανών | των | σοβαροφανών | των | σοβαροφανών |
αιτιατική | τους | σοβαροφανείς | τις | σοβαροφανείς | τα | σοβαροφανή |
κλητική | σοβαροφανείς | σοβαροφανείς | σοβαροφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σοβαροφανής
- που φαίνεται ή θέλει να φαίνεται σαν σοβαρός ενώ δεν είναι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοβαροφανής