modeste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
modeste | modestes |
modeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σεμνός, συνεσταλμένος
- που είναι μικρός, περιορισμένος, λίγος από άποψη μεγέθους ή αξίας
- il a des revenus modestes - έχει περιορισμένα εισοδήματα