μετριόφρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετριόφρων < μέτριος + -φρων (< αρχαία ελληνική φρήν)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɛ.tɾi.ˈɔ.fɾɔn/ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μετριόφρων, -ων, -ον
- που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και δεν του αρέσει να προβάλλεται ή να υπερτονίζει το έργο του και τις αρετές του