λεπτομερειακώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτομερειακώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λεπτομερειακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε λεπτομερειακ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
λεπτομερειακώς
Πηγές[επεξεργασία]
- λεπτομερειακός (λεπτομερειακά και -ώς) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)