λεπτομερειακώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτομερειακώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λεπτομερειακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε λεπτομερειακ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

λεπτομερειακώς

Πηγές[επεξεργασία]