λεπτύνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεπτύνω < αρχαία ελληνική λεπτύνω < λεπτός < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lep- (φλούδα, φλοιός)
Ρήμα
[επεξεργασία]λεπτύνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπτύνω
|