Μετάβαση στο περιεχόμενο

μαγγανάρης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Μαγγανάρης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαγγανάρης < μάγγαν(ον) + -άρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαγγανάρης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]