Μετάβαση στο περιεχόμενο

μανδράκι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Μανδράκι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανδράκι < μάνδρ(α) + -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανδράκι ουδέτερο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]