Μανδράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μανδράκι | τα | Μανδράκια |
γενική | του | Μανδρακίου | των | Μανδρακίων |
αιτιατική | το | Μανδράκι | τα | Μανδράκια |
κλητική | Μανδράκι | Μανδράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μανδράκι < μανδράκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /manˈðɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαν‐δρά‐κι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μανδράκι ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μανδράκι στη Βικιπαίδεια