μανιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιάω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μανί(α} + -άω

Ρήμα[επεξεργασία]

μανιάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μαίνομαι

Πηγές[επεξεργασία]