μαρινάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική marinare < marino < mare

Ρήμα[επεξεργασία]

μαρινάρω

  1. εμβαπτίζω κρέας ή ψάρι για ικανό χρονικό διάστημα σε μείγμα από λάδι και κρασί ή ξίδι ή λεμόνι μαζί με μπαχαρικά, για να μαλακώσει ή να πάρει ωραία γεύση
  2. επιβρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια τροφής με σάλτσα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]