μαστιγώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μαστιγώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαστιγώνω
  2. θα μαστιγώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαστιγώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

μαστιγώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαστίγωση