μαστιγώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]μαστιγώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαστιγώνω
- θα μαστιγώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαστιγώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μαστιγώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαστίγωση