μεγιστοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μεγιστοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεγιστοποιώ
- θα μεγιστοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεγιστοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μεγιστοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεγιστοποίηση