μεθερμηνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθερμηνεύω < (ελληνιστική κοινή) μεθερμηνεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεθερμηνεύω

  1. λέω με άλλα λόγια, εξηγώ
    όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει...; (πές το μου με άλλα λόγια να το καταλάβω)
  2. μεταφράζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθερμηνεύω < μετά και ἑρμηνεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεθερμηνεύω

  • ἕως οἱ νεώτεροι ἀστρολόγοι παρέλαβον παρά τῶν μεθερμηνευσάντων εἰς τό Ἑλληνικὸν τά τῶν ἱερέων ὑπομνήματα (Στράβ. Γεωγρ. 17.1)

Συγγενικά[επεξεργασία]